-
1 внутренний
-яя, -ее επ.εσωτερικός•-яя лестница εσωτερική σκάλα•
-яя политика εσωτερική πολιτική•
министр -их дел υπουργός των εσωτερικών υποθέσεων•
-ие органы человека τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου•
мир человека ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου.
εκφρ.- ие болезни – εσωτερικές παθήσεις•- яя секреция – εσωτερική έκκριση. -
2 транспорт
1. (средства перевозки) τα μεταφορικά μέσαη συγκοινωνίατα μέσα μεταφοράςводный - οι θαλάσσιες μεταφορές, η θαλάσσια συγκοινωνίαвоздушный - οι εναέριες μεταφορές, η αεροπορική συγκοινωνία2. хим. η μεταφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транспорт